Γράφει ο Θανάσημος
Γνωρίζω από σίγουρη πηγή ότι ο Μητροπολίτης Μεσογαιας Νικόλαος μια φορά είχε προσλάβει μια γεροντοκόρη παραδουλεύτρα που ήταν μανιακή με την καθαριότητα και που μέσα στην αμορφωσιά της δεν άντεξε και ΕΠΛΥΝΕ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΊΑ ΛΑΒΙΔΑ!!!
Την έπιασε ο παπάς την ώρα που ήταν σκυμμένη επάνω από τον νεροχύτη και έτριβε τα σκεύη με μανία. Του παπά, μόνο που δεν του ήρθε κόλπος.
«Τι κάνεις ωρέ αμαρτωλή!!!» έβαλε τις φωνές κοιτάζοντας το ποτήριο να επιπλέει γαλήνια στον νεροχύτη, ανάμεσα στις μπουρμπουλήθρες.
Η γεροντοκόρη γούρλωσε τα μάτια της και έπεσε στα γόνατα. «Σχώρα με πάτερ, σχώραμε!» μουρμούρισε. «Αμάρτησα, το ξέρω!»
«Μα, ΠΩΣ ΤΟ ΕΚΑΝΕΣ ΑΥΤΟ!!!» συνέχισε ακάθεκτος ο άγιος πατέρας, κοιτάζοντας με φρίκη την άκρη της αγίας λαβίδας έτσι όπως προεξείχε μέσα από τις σαπουνάδες. «Έβαλες Τρίλετ στην Αγία Λαβίδα;;;»
«Πάλμολιβ…» μουρμούρισε έντρομη η γεροντοκόρη.
«ΣΑΠΟΥΝΙΣΕΣ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ;;;» μούγκρισε ο γέροντας που τώρα πλέον δεν μπορούσε να κρατήσει το θυμό του.
«…» είπε η γεροντοκόρη που είχε γίνει ένα με το πάτωμα και μπουσουλούσε αργά προς τα πόδια του αγίου.
«ΘΑ ΣΕ ΚΑΨΕΙ Ο ΘΕΟΣ!» βροντοφώναξε ο παπάς. «ΘΑ ΠΑΣ ΚΑΤΕΥΘΕΙΑΝ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!» είπε και απλώνοντας το χέρι του, έβγαλε το ποτήριο και την αγία λαβίδα από τον νεροχύτη και τα τίναξε για να φύγει η σαπουνάδα.
Κάτω στα πόδια του, η γεροντοκόρη σταυροκοπιόταν. «Σχώρα με Θέ μου, σχώρα με…» μονολόγησε και σηκώνοντας τα μάτια της προς τον γέροντα, άφησε μια σπαραχτική κραυγή: «Πάτερ, άμα δω βρωμιά ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΑΙ!!!»
Ακολούθησε μια παύση κατά την οποία δεν είπε κανείς τίποτα. Στο τέλος ο πάτερ ανασήκωσε το δεξί του φρύδι και έχοντας καρφωμένο το βλέμα του στο ποτήριο, είπε: «Εσύ το ήξερες ότι το ποτήριο είχε επάνω ζωγραφιές;»
«Ε;;; Ο… όχι…» μουρμούρισε η γεροντοκόρη, αναρωτιόμενη αν αυτό ήταν καλό ή κακό για την σωτηρία της ψυχής της.
«Μμμμμ…» μούγκρισε ο παπάς και συνέχισε να περιεργάζεται το ποτήριο με απορία. «Περίεργο…» είπε στο τέλος. «Δεν το είχα παρατηρήσει νωρίτερα…» πρόσθεσε και βγήκε σκεφτικός από το δωμάτιο.
Η γεροντοκόρη έμεινε εκεί στο πάτωμα, ανάμεσα σε σκόρπιες σαπουνάδες. Μια και μόνο σκέψη είχε καρφωθεί στο μυαλό της: Είχε σφραγίσει το εισητήριο της για την κόλαση! Τα πράγματα ήταν πολύ καθαρά: Το άγιο ποτήριο ήταν πλέον ένα απλό ποτήριο. Του είχε ξεπλύνει το άγιο πνεύμα! Και τώρα ΠΟΙΟΣ θα αγίαζε το κρασί;;;
«Ω Θεέ μου!» μούγκρισε. «Έχω μόνο ένα μικρό οικοπεδάκι, παραθαλάσσιο. Κάνει;» είπε και σήκωσε τα μάτια της ικετευτικά προς τον ουρανό.
Ήταν αποφασισμένη να μείνει έτσι εκεί για πάντα, μέχρι να πάρει απάντηση, όταν ξαφνικά της ήρθε η θεία έμπνευση. Τα μάτια της άστραψαν, καθώς μια νέα, καταπληκτική ιδέα σχηματίστηκε στον προσευχόμενο εγκέφαλο της.
«ΣΤΟ ΝΕΡΟΧΥΤΗ!» κραύγασε και σηκώθηκε επάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσε. «Το άγιο πνεύμα είναι ΑΚΟΜΑ ΣΤΟΝ ΝΕΡΟΧΥΤΗ!!!» είπε ενθουσιασμένη και έτρεξε επάνω από την σαπουνάδα. Έβαλε το χέρι της μέσα στο νερό και ψαχούλεψε στον πάτο την τάπα. Ήταν καλά στερεωμένη.
«Ω, Θεέ μου!» είπε και ακούμπησε ανακούφισμένη το στήθος της. «Ευχαριστώ!» μουρμούρισε κοιτώντας το ταβάνι και έτρεξε προς τον άγιο πατέρα, τρακάροντας επάνω στον νεωκόρο που εκείνη την ώρα έμπαινε στην εκκλησία. «Καλημέρα!» είπε ο νεωκόρος, αλλά η γεροντοκόρη δεν του έδωσε σημασία και συνέχισε να τρέχει προς το βάθος της εκκλησίας.
«Πάτερ, πάτερ!» αναφώνησε. «Ξέρω που είναι το Άγιο Πνεύμα!»
Ο γέροντας καθόταν σκεφτικός σε ένα έδρανο και περιεργαζόταν ακόμα το ποτήριο. Δεν έδειξε να την ακούει.
«Άγιε πατέρα!» είπε η γεροντοκόρη που καθώς τον πλησίασε, έκοψε ταχύτητα και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της.
«Μμμμ;» είπε ο Νικόλαος και την κοίταξε απορημένος που την είδε ξαφνικά δίπλα του. «Τι θες πάλι εσυ;» της είπε. «Θα πας στην κόλαση, δεν γίνεται τίποτα…» πρόσθεσε.
«Το Άγιο Πνεύμα πάτερ!» είπε η γεροντοκόρη ακάθεκτη. «Ξέρω που είναι!»
«Ε;» είπε ο γέροντας και αναπήδησε από την θέση του. «Που;»
«ΣΤΟΝ ΝΕΡΟΧΥΤΗ!!!» αναφώνησε η γεροντοκόρη ενθουσιασμένη. «Έχω βάλει την τάπα!» εξήγησε.
Ο πατέρας την κοίταξε για λίγο απορημένος, μέχρι που ξαφνικά το βλέμμα του φωτίστηκε. «Στο νεροχύτη!» μονολόγησε ενώ ένα αχνό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. «Βεεεεβαια…» είπε και όρμησε προς το δωμάτιο.
Μπήκανε μαζί με την γεροντοκόρη τρέχοντας ακριβώς τη στιγμή που ο νεωκόρος τράβαγε την τάπα. Το νερό στροβιλιζόταν καθώς χανόταν μέσα στην αποχέτευση, κάνοντας ταυτοχρόνως «σλουρπ, σλουουουρπ»
«Καλημέρα!» είπε ο νεωκόρος χαμογελαστά και τους χαιρέτησε με την τάπα στο χέρι.
Ο γέροντας και η γεροντοκόρη έμειναν ακίνητοι να τον κοιτάνε αποσβολωμένοι.
«Τι;» είπε ο νεωκόρος στο τέλος.
«ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ!!!» έβγαλε τελικά μια κραυγή ο παπάς και βούτηξε προς τον νεροχύτη.
«ΠΟΥ;;;» είπε ο νεωκόρος και κοίταξε γύρω του πανικόβλητος.
«ΕΔΩ!!!» είπε ο πατέρας και αρπάζοντας την τάπα από τον νεοκόρο, την έβαλε όπως όπως πίσω στο σιφόνι, περισώζοντας λίγα υπολείμματα σαπουνάδας.
«Εδώ;;;» είπε ο νεωκόρος κοιτάζοντας με απορία το νερό στον νεροχύτη.
«Εδώ…» είπε ξέπνοα ο γέροντας και ακούμπησε επάνω στο μάρμαρο έτοιμος να καταρρεύσει.
«Α!» είπε ο νεωκόρος και έξυσε το κεφάλι του. «Συγνώμη, δεν το είδα…» πρόσθεσε και κοίταξε περίλυπος τον γέροντα που ήταν σε πολύ κακή κατάσταση.
Μείνανε έτσι για λίγη ώρα οι τρεις τους αμίλητοι, ο καθ’ ένας στις σκέψεις του, μέχρι που τελικά η γεροντοκόρη μίλησε και είπε. «Εεεε, συγνώμη αλλά επειδή τώρα μπερδεύτηκα λίγο: Εγώ τώρα θα πάω στην κόλαση τελικά ή όχι;»
----------------------------------------------
Αναδημοσίευση από την πολυαγαπημένη Καλύβα του Πάνου Ζέρβα, εδώ: panosz.wordpress.com/2009/08/05/best_vaccine/
Το δε Facebook έχει γίνει τόσο ηλίθιο, ώστε έχει μπλοκαρισμένη τη διεύθυνση της Καλύβας.
0 σχόλια:
Post a Comment